- ἀθύμῳ
- ἀθύ̱μῳ , ἄθυμοςfaintheartedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθυμώ — (I) ( έω) (Α ἀθυμῶ) [ἄθυμος] κατέχομαι από αθυμία, είμαι μελαγχολικός, στενοχωρούμαι, λυπάμαι αρχ. φοβάμαι, ανησυχώ. (II) ἀθυμῶ ( όω) (Α) [ἄθυμος] αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω … Dictionary of Greek
αθυμώ — αθύμησα, είμαι άκεφος: Αθυμούσε χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθυμῶ — ἀθῡμῶ , ἀθυμέω to be disheartened pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀθῡμῶ , ἀθυμέω to be disheartened pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀθυμόω dishearten pres subj act 1st sg ἀθυμόω dishearten pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθυμος — η, ο (Α ἄθυμος, ον) νεοελλ. δύσθυμος, άκεφος, στενοχωρημένος, μελαγχολικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, ο δειλός 2. ο μη θυμοειδής, ο δίχως οργή ή πάθος 3. ο μη ενθαρρυντικός, ο δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμός. ΠΑΡ. αθυμία,… … Dictionary of Greek
αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του … Dictionary of Greek
εξαθυμώ — ἐξαθυμῶ, έω (Α) [αθυμώ] είμαι ή γίνομαι εντελώς άθυμος … Dictionary of Greek
προσαθυμώ — έω, Α δειλιάζω ή αποθαρρύνομαι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀθυμῶ «φοβάμαι, δειλιάζω»] … Dictionary of Greek
στυγνώ — όω, Α [στυγνός] πιθ. 1. κάνω κάποιον σκυθρωπό ή περίλυπο 2. (κυρίως το παθ.) στυγνοῡμαι, όομαι γίνομαι περίλυπος, αθυμώ … Dictionary of Greek
συναθυμώ — έω, Μ αποκαρδιώνομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀθυμῶ «λυπάμαι, αποκαρδιώνομαι»] … Dictionary of Greek